Thursday, June 23, 2011

Banana Yoshimoto – The Lake

«Πες το απλά, βλάκα», θα μπορούσε να είναι το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει υπόγεια στον αναγνώστη το νέο βιβλίο της Μπανάνα Γιοσιμότο – όπως και τα προηγούμενα άλλωστε. Η απλότητα είναι ο κανόνας για τη συγγραφέα. Με εξαίρεση το Amrita τα κείμενά της είναι ολιγοσέλιδα, λένε απλά την ιστορία τους και τη λένε όσο πιο λιτά γίνεται, δίχως λόγια περιττά, αναλύσεις, φτηνούς εντυπωσιασμούς. Και τα θέματα και οι ήρωές της δεν μοιάζουν να αλλάζουν ποτέ, αλλά αυτό δεν σου δίνει την εντύπωση ότι διαβάζεις ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο.
     Η ιστορία αυτή καταπιάνεται με ένα έρωτα σχεδόν δυσδιάκριτο, αυτόν της αφηγήτριας Chichiro με τον Nakajima. Πρόκειται για δύο μοναχικούς νέους, που αρχικά συναντιόνται εξ αποστάσεως, παρατηρώντας ο ένας τον άλλο από το παράθυρό του, με ενδιάμεσο έναν ακάλυπτο. Η γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά της νεκρής της μητέρας, ν’ αποκτήσει δική της ζωή, ενώ ο άντρας απλά προσπαθεί να συνεχίσει να ζει. Κι ο καθένας απ’ αυτούς κουβαλά τα προσωπικά του βάρη. Κι ο καθένας έχει το δικό του ταλέντο. Εκείνη, ζωγραφίζει κατά παραγγελία μεγάλες τοιχογραφίες χαρίζοντας χρώματα σε μια γκρίζα πόλη. Εκείνος, διαθέτει ένα υψηλό δείκτη νοημοσύνης, τον οποίο σκοπεύει να αξιοποιήσει στον τομέα της νανοτεχνολογίας. Οι ματιές που ανταλλάζουν στην αρχή και οι άτυπες χαιρετούρες θα τους οδηγήσουν στη συνέχεια σε μια συνάντηση, που θα αποδειχτεί καθοριστική και για τους δυο καθώς θα βρουν ο ένας στον άλλο τον, κατά κάποιο τρόπο, ιδανικό σύντροφο. Μέσα από τις πράξεις και τις συζητήσεις τους θ’ ανακαλύψουμε κάποιες κρυφές πλευρές των έσω κόσμων τους, αλλά θα ρίξουμε και μια ματιά στη σύγχρονη ιαπωνική κοινωνία: αυτήν της (προ της κρίσης) ευμάρειας, του απολεσθέντος χρόνου, της εμπορευματοποίησης των πάντων.
     Καθώς ο άντρας θα βάζει μπρος με τα σχέδιά του, η γυναίκα θα προσπαθεί να ξεκαθαρίσει το μέσα της. Η σκέψη της θα επιστρέφει ξανά και ξανά στη χαμένη μάνα και στον αποξενωμένο πατέρα: «Υποθέτω ότι η μαμά ήταν στ’ αλήθεια τα πάντα για κείνον – ένα λουλούδι που μύριζε ελευθερία», «Η μαμά έμοιαζε με ένα άνθος, που άνοιγε απαλά τα πέταλά του σ’ ένα λόφο, κάπου εκεί έξω».
     Οι δύο νέοι, παρά το γεγονός ότι έχουν πια ο ένας τον άλλο, εξακολουθούν να νιώθουν λίγο πολύ μόνοι και απόλυτα εξαρτημένοι από το χθες. Πρέπει να κάνουν κάτι για να ξεφύγουν από τους δαίμονές τους. Αλλά τι; Εκείνος ξέρει πώς να ξορκίσει τους δικούς του, αλλά χρειάζεται τη βοήθειά της για να το κάνει, αφού στο βάθος είναι ένα πολύ φοβισμένο άτομο. Κι εκείνη του τη δίνει. Επισκέπτεται μαζί του δυο αδέλφια, τον Mino και την Chii, που ζουν στις όχθες μιας λίμνης, και όπου βιώνουν μια ανεξήγητη εμπειρία. Η κοπέλα έρχεται για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το παρελθόν του αγαπημένου της, ενώ εκείνος μοιάζει να συμφιλιώνεται επιτέλους μ’ αυτό. Στην κοινή τους ζωή αρχίζει σιγά-σιγά να επικρατεί μια παράδοξη γαλήνη, πολύ διαφορετική από την προηγούμενη, που τους κάνει ν’ ανοιχτούν ακόμη περισσότερο ο ένας στον άλλο, ν’ αρχίσουν να μοιράζονται περισσότερες μικρές ή μεγάλες αλήθειες, να εντοπίσουν τα ελαττώματά τους, να αρχίσουν ν’ αγαπιούνται, κάπως παράδοξα αλλά, αληθινά: «Αυτό ακριβώς σημαίνει το να σε αγαπάει κανείς… το να θέλει να σε αγγίξει, να είναι τρυφερός», αν και, «Αυτό που ένιωθα για κείνον δεν ήταν ακριβώς αγάπη, αλλά περισσότερο κάτι σαν έκπληξη, σοκ ακόμη», αφού «ανέδιδε την ένταση ενός ατόμου, που δεν φοβόταν το θάνατο, στην άκρη του νήματος», που τον κρατούσε ζωντανό.
     Το βιβλίο αυτό μιλά, σε τελική ανάλυση, για την ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη και συντροφικότητα, αλλά και για τη μοναξιά, που αν δεν την πολεμήσει κανείς μπορεί να γίνει θηλιά και να τον πνίξει. Και, όπως και τα άλλα της συγγραφέως διαβάζεται σαν μια μελαγχολική μπαλάντα, η οποία απευθύνεται σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά, αφού μέσα εδώ μπορεί ν’ ανακαλύψει ο καθείς τη δική του αλήθεια. Απλά, εξαιρετικό!